αντιπερισπασμός — ο η απόσπαση της προσοχής μας σε άλλη κατεύθυνση: Για αντιπερισπασμό οι σύμμαχοι έκαναν αποβάσεις και σε άλλα σημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιπερισπασμόν — ἀντιπερισπασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίσπασμα — ἀντίσπασμα, το (Α) αντιπερισπασμός … Dictionary of Greek
αντιπερίσπασμα — ἀντιπερίσπασμα, το (Α) αντιπερισπασμός … Dictionary of Greek
περιολκή — ἡ, Α [περιέλκω] 1. τράβηγμα προς τα έξω, κένωση, έκκριση («ἔμετοι... καὶ αἱ κάτω περιολκαί», Ορειβ.) 2. αντιπερισπασμός 3. παραφροσύνη, μανία … Dictionary of Greek
Μαρδαΐτες — Ορεινό φύλο που κατοικούσε στα βουνά της Συρίας κατά τη βυζαντινή περίοδο. Ήταν χριστιανοί (κατά τη γνώμη ορισμένων ιστορικών Ελληνοσύροι) και αποτέλεσαν ανταρτικά σώματα (μ. σημαίνει αντάρτης στα αραβικά) που εξυπηρέτησαν το Βυζάντιο μετά την… … Dictionary of Greek
επίδειξη — η 1. το να επιδείχνει κάποιος κάτι, η δείξη, το δείξιμο, η εντυπωσιακή εμφάνιση για διαφήμιση. 2. πολεμική επιχείρηση που έχει ως σκοπό την παραπλάνηση του αντιπάλου, ο αντιπερισπασμός. 3. (ναυτ.), φρ., «ναυτική επίδειξη», πλεύση ή αγκυροβολία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)